-- -- -- -- -- -- -- -- -- --
1[ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ τὰ πρ]ὸς τὴν καλλιεργείαν
(*) τῶν αὐτῶν ἀρουρῶν ἔργα πάντα ἀκατα-
2[γνώστως ποι]εῖσθαι δʼ ἐμὲ καὶ τὴν δέσιν το(ῦ) παντὸς χόρτο(υ), τῶν τε παντοίων
3[τετραπόδων] καὶ προχρείας σπερμάτων καὶ τίλσεως τοῦ χόρτου ὁρώντω(ν)
4[πρὸς σ]ὲ τὸν γεοῦχον, καὶ ὑφεξαιρεῖσθαί
(*) σε ἐνιαυσίως ἐκ τῆς κοινώτητος
5[τὰ διδό(?)]μενα παρὰ σοῦ σπέρματα καὶ ὑπὲρ μισθο(ῦ) δραγματηγείας
(*) κατα
6[ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣] ̣ ̣ ὑφεξαιρεῖσθαί
(*) σε ἐκ τῆς
7[κοινώτη]τος καὶ τὸν μισθὸν τοῦ ἁλωεισμοῦ καὶ ὑπὲρ γεουχικῆς συνηθείας
8[ ̣ ̣ ̣ ̣ κα]τὰ ἀρτάβην μίαν
ἀρτάβης ἥμισυ
. ἡ μίσθωσις κυρία καὶ ἐπερ(ωτηθεὶς) ὡμ(ολόγησα).
9 (hand 2) [ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣] ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ γεο̣ρ̣γ̣ὸ̣ς̣
(*) ὁ̣ π̣ροκ(είμενος) μεμίσθωμαι τὰς προγεγραμμένας ἀρ̣ο̣ύ̣ρ̣ας
10καὶ πο̣ι̣ήσω καὶ δώσω καὶ πληρώσω
(*) πάντο
(*) ὁς
(*) πρόκ(ειται) Αὐρήλιος Ἠλίας Παύλ(ου)
(*)11[ἔγρ(αψα)] [(ὑπὲρ) αὐτοῦ παρόν]τος ἀγραμμάτου
(*) ὄντος ((rho-cross))
(*) .
12† ḍi e[m]ụ Ṭheog̣nostụ ẹṣemioth †
(*) ((monogram))